- πενθεροφθόρος
- -ον, ΜΑαυτός που φονεύει πεθερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχο-φθόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενθεροφθόροις — πενθεροφθόρος slaying one s father in law masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθεροφθόρου — πενθεροφθόρος slaying one s father in law masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθεροκτόνος — ον, Μ πενθεροφθόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek